- αλήστευτος
- -η, -ο (Α ἀλῄστευτος, -ον) [ληστεύω]1. αυτός που δεν ληστεύθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ληστευθεί2. αυτός που δεν κακοποιήθηκε, δεν αδικήθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλήστευτος, -η — ο αυτός που δε ληστεύτηκε: Οι εισβολείς δεν άφησαν αλήστευτες ούτε τις εκκλησίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιάρπαστος — η, ο (Α ἀδιάρπαστος, ον) [διαρπάζω] αυτός που δεν διαρπάστηκε, που δεν λεηλατήθηκε, αλεηλάτητος, ασύλητος, αδιαγούμιστος, αλήστευτος … Dictionary of Greek
ԱՆԳՈՂԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0127 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 13c ա. ԱՆԳՈՂԱԿԱՆ ԱՆԳՈՂԱՆԱԼԻ. ἁλήστευτος Զոր կամ ուստի չկարէ ոք գողանալ. ... *Յանգողական տեղւոջն եդիր. Ոսկ. մ. ՟Բ. 6: *Մնասցէ անգողանալի. Վրդն. դան.: *Զմիտս ունել անգողանալի. Կլիմաք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆԳՈՂԱՆԱԼԻ — (լւոյ, եաց) NBH 1 0127 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 13c ա. ԱՆԳՈՂԱԿԱՆ ԱՆԳՈՂԱՆԱԼԻ. ἁλήστευτος Զոր կամ ուստի չկարէ ոք գողանալ. ... *Յանգողական տեղւոջն եդիր. Ոսկ. մ. ՟Բ. 6: *Մնասցէ անգողանալի. Վրդն. դան.: *Զմիտս ունել անգողանալի.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)